- καυλίνης
- καυλίνης, ὁ (Α)είδος κωβιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καυλίναι — καυλίνᾱͅ , καύλινος made of a stalk fem dat sg (doric aeolic) καυλίνης a kind of masc nom/voc pl καυλίνᾱͅ , καυλίνης a kind of masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek